- παμφόρος
- παμφόρος1 carrying all with it
παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον P. 6.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον P. 6.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πάμφορος — πάμφορος, ον (Α) 1. αυτός που παράγει κάθε είδους καρπούς, γονιμότατος 2. αυτός που φέρει μαζί του τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φόρος*] … Dictionary of Greek
πάμφορος — all bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφορώτατον — πάμφορος all bearing masc acc superl sg πάμφορος all bearing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμφορον — πάμφορος all bearing masc/fem acc sg πάμφορος all bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφορωτάτη — πάμφορος all bearing fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφορωτάτην — πάμφορος all bearing fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφορωτάτης — πάμφορος all bearing fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφορωτάτου — πάμφορος all bearing masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφορωτέρην — πάμφορος all bearing fem acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφορώτατοι — πάμφορος all bearing masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφόροις — πάμφορος all bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)